-
1 εξέταση
[-ις (-εως)] η1) рассмотрение; 2) осмотр; проверка; -контроль; испытание; обследование; исследование, анализ;ιατρική εξέταση — медицинское обследование;
εξέταση αίματος — анализ крови;
3) допрос; расследование;4) выспрашивание, расспрашивание; 5) экзамен;γραπτές (προφορικές) εξέτάσεις — письменные (устные) экзамены;
εισαγωγικές ( — или εισιτήριες) εξέτάσεις — вступительные экзамены;
απολυτήριες εξέτασεις — выпускные экзамены;
γραπτές πτυχιακές εξέτάσεις — дипломная работа;
υποβάλλω σε εξέταση — экзаменовать;
δίδω εξέτάσεις — сдавать экзамены;
πετυχαίνω στίς εξέτάσεις — выдержать экзамены;
§ η ιερή ( — или ιερά) εξέταση ( — святая) инквизиция
-
2 экзамен
-а α.εξέταση•государственные -ы πτυχιακές εξετάσεις•
сдавать -ы δίνω εξετάσεις•
устные -ы προφορικές εξετάσεις•
письменные -ы γραπτές εξετάσεις•
-ы на аттестат -зрелости απολυτήριες εξετάσεις•
переходные -ы προαγωγικ,ές εξετάσεις.
|| μτφ. έλεγχος, δοκιμασία. -
3 устный
устный προφορικός; \устныйые экзамены οι προφορικές εξετάσεις* * *у́стные экза́мены — οι προφορικές εξετάσεις
-
4 προφορικός
-
5 устный
επ.προφορικός•-ая речь προφορικός λόγος•
-ые экзамены προφορικές εξετάσεις•
устный ответ προφορική απάντηση•
-ая словесность δημοτική ποίηση (λογοτεχνική δημιουργία).
См. также в других словарях:
προφορικός — ή, ό / προφορικός, ή, ον, ΝΜΑ [προφορά] αυτός που εκφράζεται με προφορά, με εκφώνηση, σε αντιδιαστολή προς τον ενδιάθετο ή τον γραπτό (α. «προφορικές εξετάσεις» β. «καὶ τοῡ ἐνδιαθέτου λόγου καὶ τοῡ προφορικοῡ», Πλούτ. γ. «ἀνθρωπινωτέρως… … Dictionary of Greek
μούσκεμα — το, ατος 1. το βρέξιμο, το πότισμα με νερό: Το μούσκεμα των ρούχων. 2. ο πολύ βρεγμένος: Έπεσε στη λίμνη κι έγινε μούσκεμα. 3. μτφ., παταγώδης αποτυχία: Τα ’κανε μούσκεμα στις προφορικές εξετάσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προφορικός — ή, ό 1. αυτός που γίνεται ή λέγεται με λόγια, με ζωντανή φωνή: Προφορική εξέταση. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., προφορικά προφορικές εξετάσεις: Στα προφορικά έχω μικρό βαθμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)